- προθύρων
- πρόθυρονfront-doorneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προθυρών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθυρών — ῶνος, ὁ, Α ο πρόναος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θυρών, ῶνος (< θύρα)] … Dictionary of Greek
προθυρῶν — πρό θυράζω thrust out of doors fut part act masc voc sg πρό θυράζω thrust out of doors fut part act neut nom/voc/acc sg πρό θυράζω thrust out of doors fut part act masc nom sg (attic epic ionic) πρό θυρόω furnish with doors pres part act masc voc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθυρῶνος — προθυρών masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευή — η, ΝΜΑ 1. εξάρτυση στρατιώτη, οπλισμός στρατιώτη (α. «σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον», Θουκ. β. «ἡ σκευὴ τῶν ὅπλών», Θουκ.) 2. ιπποσκευή («ἱππέας πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνευ τῶν ἵππων μετὰ σκευῆς», Θουκ.) νεοελλ. στρ. το σύνολο τών… … Dictionary of Greek